Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφανίσκω — ἐμφανίσκω (Α) παρουσιάζω τις ιδιότητες ή, τα χαρίσματα κάποιου, χαρακτηρίζω … Dictionary of Greek